αλαμπάδιαστος

αλαμπάδιαστος
-η, -ο
1. αυτός που δε βγάζει φλόγα: Η φωτιά έκαιγε αλαμπάδιαστη.
2. αυτός που γίνεται χωρίς λαμπάδες: Έγινε χαμός, αλλά χαμός αλαμπάδιαστος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλαμπάδιαστος — και αλαμπάδιστος, η, ο [λαμπαδιάζω] 1. αυτός που τελείται χωρίς λαμπάδες 2. αυτός που δεν λαμπαδιάζει, που δεν αναδίδει φλόγες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”